ξεχέρσωμα

ξεχέρσωμα
το [ξεχερσώνω]
μετατροπή χέρσας γης σε γόνιμη και καλλιεργήσιμη έκταση, εκχέρσωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… …   Dictionary of Greek

  • εκχέρσωση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεχερσώνω εκχερσώ, η μεταβολή χέρσας έκτασης σε καλλιεργήσιμη με γεωργική ενέργεια, το ξεχέρσωμα …   Dictionary of Greek

  • ρογκάδα — η, Ν φωτιά για ρόγκισμα, για ξεχέρσωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρογκίζω + κατάλ. άδα (πρβλ. πυρ άδα)] …   Dictionary of Greek

  • εκχέρσωση — η η μεταβολή χέρσας γης σε καλλιεργήσιμη, το ξεχέρσωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”